- κορωνοποδώδης
- κορωνο-ποδώδης, ες,A like crow's feet, Thphr.HP1.10.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορωνοποδώδης — κορωνοποδώδης, ῶδες (Α) [κορωνόπους] αυτός που μοιάζει με τα πόδια τής κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
κορωνοποδώδη — κορωνοποδώδης like crow s feet neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κορωνοποδώδης like crow s feet masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κορωνοποδώδης like crow s feet masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)